- κατωφερῶς
- κατωφερήςhanging downadverbial (attic epic doric)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κατωφερής — ές (ΑΜ κατωφερής, ές) κατηφορικός («κατωφερές μέρος») μσν. αρχ. βαρύς αρχ. 1. αυτός που κλίνει προς τα κάτω («κεφαλή κατωφερής», Ξεν.) 2. αυτός που έχει ροπή προς τις ηδονές, λάγνος. επίρρ... κατωφερώς (ΑΜ κατωφερῶς) με κλίση προς τα κάτω,… … Dictionary of Greek
Αλεξανδρίων — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Το μόνο γνωστό είναι ότι μαρτύρησε στον τροχό και μετά τον άφησαν ελεύθερο σε κατηφορικό τόπο, όπως αναφέρει και το δίστιχο που είναι αφιερωμένο σε αυτόν: «Aλεξανδρίων και κατωφερώς τρέχων, ανωφερώς υψούτο… … Dictionary of Greek